- διάθεσιν
- διάθεσιςplacing in orderfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANNICERII — Aristippaeae Schelae secta, animadvertentes insitam naturae humanae labem, Δεῖν, monuerunt, ἀνεθίδεςθαι, διὰ τὴν εν πολλοῦ συντραφεῖσαν ἡμῖν φαύλην διάθεσιν, Oportere in optimis qutbusque assuefieri, propter inolitam et insitam nobis vitiosam… … Hofmann J. Lexicon universale
ASIA Major — una ex tribus orbis partibus veteribus cognitis, reliquas duas simul acceptas magnitudine superans, in ortum maxime extensa, Indicô, Eoô, et Scythicô Oceanô, perfusa; ab Europa ad occidentem Tanai fluv. mari Euxinô, et Aegaeô separata, ab Africa… … Hofmann J. Lexicon universale
ερωμανής — ές (AM ἐρωμανής, ές) ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.) αρχ. αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.). επίρρ... ἐρωμανῶς μσν. με μανία, με σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω ς + μανής… … Dictionary of Greek
μαχικός — μαχικός, ή, όν (Α) μαχητικός, πολεμικός («μαχικὴν διάθεσιν», Τιμόθ. Μιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχ τού μάχομαι + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
πειθανάγκη — ἡ, ΜΑ 1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.) 2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν… … Dictionary of Greek
προσεξελίσσω — Α 1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον 2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek